Ἀριστοτελικάς — Ἀριστοτελικά̱ς , Ἀριστοτελικός follow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
Ερρίκος της Γάνδης — (Henri de Gent, Γάνδη, ; – Τουρνέ 1293). Φιλόσοφος και θεολόγος. Αρχικά διετέλεσε λαϊκός (δηλαδή κοσμικός) δάσκαλος των τεχνών και αργότερα έγινε καθηγητής της θεολογίας στο Παρίσι από το 1276 έως τον θάνατό του. Ο Ε. της Γ. υπήρξε σημαντική… … Dictionary of Greek
Ιεροκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρήτορας και σοφιστής (1ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τα Αλάβανδα της Καρίας. Δίδαξε τη ρητορική μαζί με τον αδελφό του, Μενεκλή. Στη ρητορική τους σχολή σπούδασαν ο Κικέρων και ο Μάρκος Αντώνιος. 2. Στωικός φιλόσοφος… … Dictionary of Greek
Ουγκό, Βικτόρ-Μαρί — (Victor Marie Hugo, Μπεζανσόν 1802 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας. Γιος στρατηγού, εκδήλωσε από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες και εξαιρετικά πληθωρικό οίστρο. Το 1822 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή –που … Dictionary of Greek
Παράκελσος — (Θεόφραστος Μπόμπαστ φον Χόχενχαϊμ, που εκλατίνισε το όνομά του σε Philippus Aureolus Theophrastus Bombastus Paracelsus, Άινσιντελν 1493 – Σάλτσμπουργκ 1541). Ελβετός γιατρός, φιλόσοφος, χημικός. Γιος γιατρού, πήρε από τον πατέρα του τα πρώτα… … Dictionary of Greek
Φάλεν, Γιοχάνες — (Uahlen, Βόνη 1830 – Βερολίνο 1911). Γερμανός κλασικός φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Μπρέσλαου (1856), του Φρίμπουργκ (1858), της Βιένης (1858) και του Βερολίνου (1874) και χρημάτισε ισόβιος γραμματέας της Ακαδημίας των… … Dictionary of Greek